- ιριδεκτομή
- ηιατρ. χειρουργική αφαίρεση τμήματος τής ίριδας τού οφθαλμού με σκοπό την τεχνητή διάνοιξη διόδου στις φωτεινές ακτίνες ή την ελάττωση τής ενδοφθάλμιας πίεσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληρο-ιριδεκτομή — η, Ν ιατρ. εγχείρηση που γίνεται για θεραπεία τού γλαυκώματος και που συνίσταται στην αφαίρεση τμήματος τού σκληρού χιτώνα και μέρους τής ίριδας … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek